7 Ιουν 2006

Ο ΛΕΚΕΣ (Απόγνωση)




Χύθηκε κυριολεκτικά. Πέφτοντας μπρούμυτα πάνω στο μονό κρεββάτι του ξενοδοχείου, ο Αντρέας ένοιωσε σαν ένας πελώριος λεκές. Ενας λεκές παχύς και πηχτός, με ακαθόριστο σχήμα, όπως είναι τα νησιά στο χάρτη περίπου, άχρωμος εντελώς. Ενας παχύρρευστος λεκές, που ξεχείλιζε και χυνόταν σα σεντόνι τσαλακωμένο στα πλάγια του κρεββατιού. Ετσι ακριβώς ένοιωσε, σα να χυθήκαν τα μυαλά του, σα να ήταν ολόκληρος ένα χυμένο μυαλό. Τώρα κατάλαβε πλέον που τον οδηγεί η μοίρα του. Στην απόλυτη μοναξιά. Γιατί πού αλλού είχε να πάει παρά σ' ένα ξενοδοχείο; Ακριβό, φτηνό, έχει καμμιά σημασία; Σημασία έχει πως βρισκόταν τώρα εδώ, εντελώς μόνος, όπως μόνος προέβλεπε πως θά 'ταν πια στην υπόλοιπη ζωή του.

Η Μάγδα είχε φύγει το ίδιο πρωί μαζί με τα παιδιά για τη μακρινή της χώρα. Τό 'γραφε στο σύντομο σημείωμα που άφησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Να μη τη γυρέψει, τού 'γραφε, δε θα ξαναγύριζε πίσω, ούτε ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της, αρκετά είχε τραβήξει μαζί του. Τα παιδιά μικρά ήταν, θα συνήθιζαν άλλον για πατέρα τους, αν αποφάσιζε να τους χαρίσει ένα πατέρα -τέτοιοι άχρηστοι που είναι σήμερα οι άντρες.

Μα τόσο πολύ βλάκας ήταν θέ μου, τόσο παρωπιδιασμένος; Κάθε μέρα που πέρναγε μαζί με την οικογένειά του, του φαινόταν όμορφη και γεμάτη ζωντάνια. Επαιζε με τα παιδιά πάνω στο χαλί, έβαζε την αγαπημένη του μουσική μόλις γύρναγε στο σπίτι -και τί σπίτι! Σωστό παλατάκι στα βόρεια προάστεια είχε στήσει. Ενα σπίτι που όμως δεν τον χωρούσε πια, ένα σπίτι με κήπο, με συντριβάνι, με σπιτάκι για τη Μπέλλα τη σκυλίτσα, το θηλυκό λυκόσκυλο, που την πήρε κι αυτή μαζί της η κακούργα. «Οχι όμως, όχι μίσος» είπε μέσα του. «Τι ωφελεί να μισήσω; Το θέμα είναι να σκεφτώ. Να καταφέρω να σκεφτώ»... Ούτε να κλάψει μπορούσε. Οχι επειδή «οι άντρες δεν κλαίνε» δεν είχε αναστολές πάνω σ' αυτό. Είχε φάει όμως τόσο απότομα την κεραμίδα, που στέγνωσε η ψυχή του.

Κάποτε συνήλθε κάπως και το κατάλαβε επειδή αισθάνθηκε ν' ακουμπάει κάπου το σώμα του. Ενοιωσε το στρώμα κάτω απ' τις παγωμένες του παλάμες και κατάλαβε πως «κάπου» βρίσκεται. Ομως δεν ήταν έτοιμος ακόμα να σηκωθεί. Ηθελε να μείνει έτσι χυμένος μέχρι να σκεφτεί κάτι, να ξέρει το λόγο για τον οποίο θά 'πρεπε να σηκωθεί. Για πρώτο βήμα άνοιξε σιγά σιγά το ένα του μάτι, αυτό που δεν ήταν βουτηγμένο στο στρώμα του κρεββατιού. Απέναντι απ' το μάτι αυτό ήταν το παράθυρο. Εξω απ' το παράθυρο ένα κλαδί γυμνό απο φύλλα -το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, Νοέμβρης κιόλας. Ενα μικρό πουλάκι στεκόταν απέναντι απ' το μάτι του και τσιμπούσε κάτι τι ή ακόνιζε το ράμφος του. Ενας λόγος ακόμα για να μείνει ακίνητος: Μη τρομάξει το πουλάκι. Εκείνο ούτε πού 'χε πάρει χαμπάρι πως ένας άνθρωπος εντελώς απελπισμένος βρισκόταν πίσω απ' το τζάμι, όπου καθρεφτίζονταν τα γκριζοπράσινα φτεράκια του. Εστριβε το κεφαλάκι του δώθε-κείθε ανέμελο, χωρίς να νοιώθει κίνδυνο -και γιατί να νοιώσει άλλωστε;

Εστριψε κι ο Αντρέας λοιπόν ολόκληρο το κεφάλι του προς το παράθυρο, να παρατηρεί και με τα δυο του μάτια το πλασματάκι αυτό, που ζούσε ελεύθερο στη φύση χωρίς ευθύνες και υποχρεώσεις και καθήκοντα, όλα όσα καταφέρνουν και βαραίνουν τη ζωή των ανθρώπων. Αποφάσισε να σηκωθεί. Μάζεψε όλη του τη δύναμη και στάθηκε στα πόδια του, που τον οδήγησαν στο νιπτήρα. Μπόλικο νερό στο πρόσωπο, ένα βιαστικό κοίταγμα στον καθρέφτη... Πως ήταν έτσι, θε μου, ανατσουτσουριασμένος, με τα μαλλιά κάγκελο, μια κατακόκκινη μύτη απ' το πατίκωμα -τόση ώρα μπρούμυτα- και το δέρμα του προσώπου σα χαρακωμένο; Τρόμαξε κι έψαξε γρήγορα για το χαμόγελό του. Μια δυο, προσπάθεια στην προσπάθεια, η στραβή γκριμάτσα κάπως πήγαινε προς χαμόγελο επιτέλους!

Σήκωσε τον κορμό και τέντωσε τα χέρια στην έκταση, μετά ανάταση κι έκταση ξανά, σπρώχνοντας τις πλάτες προς τα πίσω. Αν κατάφερνε να βγάλει και τον αναστεναγμό που τον έπνιγε θά 'νοιωθε σίγουρα καλύτερα. Ξανά νερό στο πρόσωπο, ήθελε κούρεμα το μαλλί, τώρα το πρόσεξε, να μια καλή ιδέα! Θα πήγαινε να κουρευτεί. Εστρωσε τα ρούχα του πάνω στο κορμί του, καλύτερα νά 'βγαζε το σακκάκι, παραήταν τσαλακωμένο. Στο σάκκο του είχε ένα παλιό μπουφάν. Το φόρεσε και βγήκε σφυρίζοντας απ' το δωμάτιο. Αφησε το κλειδί στη ρεσεψιόν κι άρχισε ν' απομακρύνεται απ' το ξενοδοχείο. Περπατούσε αρκετή ώρα κάτω απ' τα δέντρα του πάρκου της περιοχής, όταν κατάλαβε κι ο ίδιος πως εξακολουθούσε να σφυρίζει...

_________________
ΣΗΜ. Γράφτηκε στις 25/11/2002 και αναρτήθηκε 1η φορά στον
Ιστρο

3 σχόλια:

kyrallina είπε...

Πολύ καλό, αλλά πιο πολύ μου άρεσε ο σιδεροσκώληκας.
Αυτόν μήπως μπορείς να μου τον δανείσεις για λίγες μέρες;

Rodia είπε...

Κάνε παιχνίδι Κυραλλίνα!
Είναι και θεραπευτικό για τις ασθένειες της καρδιάς...
(περιμένω με αγωνία το αποτέλεσμα της χρήσης)

kyrallina είπε...

Θα σε κρατήσω ενήμερη!!!!!!